- ἀσυννεφής
- ἀσυννεφήςuncloudedmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ασυννεφής — ἀσυννεφής, ές (AM) [συννεφής] ασυννέφιαστος αρχ. (για τον άνεμο) που δεν φέρνει σύννεφα … Dictionary of Greek
ἀσυννεφεῖς — ἀσυννεφής unclouded masc/fem acc pl ἀσυννεφής unclouded masc/fem nom/voc pl (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)